Σειρηνίδες

Σειρηνίδες
Σειρηνίς
Siren-like
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σειρηνίς — και δωρ. τ. σηρηνίς, ίδος, ἡ, ΜΑ 1. όμοια με σειρήνα 2. στον πληθ. αἱ σειρηνίδες και σηρηνίδες οι σειρήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρήν, ῆνος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. Παρνασσ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • νηκτό — Το σύνολο των ζώων που, προικισμένα με όργανα κίνησης, μπορούν να κινούνται ενεργά στο υδάτινο περιβάλλον. Ο όρος ν. (σημαίνει αυτό που κολυμπά) χρησιμοποιείται σε αντίθεση με το πλαγκτόν, το σύνολο δηλαδή των οργανισμών που αφήνονται να… …   Dictionary of Greek

  • πτερύγια — Όργανα κυρίως σταθεροποιητικά, με τα οποία είναι προικισμένα τα ψάρια. Τα άρτια π. αντιστοιχούν με τα 2 ζεύγη των άκρων των άλλων σπονδυλωτών· γενικά υπάρχουν 2 στηθαία π. και 2 κοιλιακά· μερικές φορές τα δεύτερα και σπανιότερα τα πρώτα μπορούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”